απότακτος

απότακτος
(AM ἀπότακτος, -ον) [αποτάσσω]
νεοελλ.
(για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη
αρχ.-μσν.
ορισμένος, καθορισμένος
II αρχ.
1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση
2. απομονωμένος για τιμωρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποτακτός — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότακτος — set apart for a special use masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότακτος — ο αξιωματικός που τέθηκε σ απόταξη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτακτόν — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτακτά — ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότακτον — set apart for a special use neut nom/voc/acc sg ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀποτάκτους — ἀποτάκτους , ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτάκτοις — ἀπότακτον set apart for a special use neut dat pl ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”