- απότακτος
- (AM ἀπότακτος, -ον) [αποτάσσω]νεοελλ.(για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξηαρχ.-μσν.ορισμένος, καθορισμένοςII αρχ.1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση2. απομονωμένος για τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.